- γοερά
- γοερόςmournfulneut nom/voc/acc plγοερά̱ , γοερόςmournfulfem nom/voc/acc dualγοερά̱ , γοερόςmournfulfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γοερά — η γένος Εντόμων τής οικογένειας Goeridae … Dictionary of Greek
γοερᾷ — γοερός mournful fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοεράν — γοερά̱ν , γοερός mournful fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοεράς — γοερά̱ς , γοερός mournful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρύζω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «παραφωνῶ, γογγύζω»>, τσιρίζω γοερά 2. (κατά τον Φώτ.) «εἴληπται δὲ ἀπό τῶν ὀρνέων ὅτ ἄν τοῑς οἰκείοις νεοττοῑς γοερὰ ἐπιφωνοῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρύζω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek
ADRIANUS — I. ADRIANUS Imperator Roman. qui post vexatos Christianos, morbô aquae intercutis periit. Vitam eius inter ceteros conscripsit Aelius Spartian. Moriens hos versus fudissodicitur; c. 25. Animula, vagula, blandula, Hospes, comesque corporis, Quae… … Hofmann J. Lexicon universale
αίλινος — αἴλινος, ο (Α) 1. άγρια θρηνητική κραυγή, πένθιμο τραγούδι, μοιρολόι 2. ως επίθ. αἴλινος ον θρηνητικός, γοερός 3. (ο πληθ. ουδ. ως επίρρ.) αἴλινα γοερά, λυπητερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη περί προελεύσεως τής λ. απο τη φράση «αἶ Λίνον»… … Dictionary of Greek
αβόητος — ἀβόητος, ον (AM) [βοῶ] μσν. αθόρυβος αρχ. αυτός που δεν τόν θρήνησαν γοερά, αθρήνητος, άκλαυτος … Dictionary of Greek
ανακλαίω — ἀνακλαίω (Α) κλαίω γοερά, οδύρομαι, θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κλαίω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακλαυθμός, ἀνάκλαυσις] … Dictionary of Greek
ανοδύρομαι — ἀνοδύρομαι (Α) κλαίω, θρηνώ γοερά … Dictionary of Greek